37 χρόνια μετά... Μια απόπειρα για να θυμηθούμε, να σκεφτούμε, να μιλήσουμε, να ελπίσουμε. (Πριν από 37 χρόνια ιδρύθηκε η ΠΑΜΚ ΓΚΥΖΗ, μια μικρή οργάνωση μαθητών, στα πλαίσια της τότε ΠΑΜΚ. Τα μέλη της έδεσαν δεσμοί βαθείς, με αντοχή στο χρόνο. Μπορεί οι δρόμοι μας - πολιτικοί και κοινωνικοί - να χώρισαν μετά... Όμως κάπου στο βάθος σιγόκαιγε η λαχτάρα να βρεθούμε ξανά, να μιλήσουμε, να ελπίσουμε... Άλλωστε δεν άλλαξε τίποτε από τότε στις καρδιές μας. Οι καρδιές των ανθρώπων δεν αλλάζουν...)

Κυριακή 2 Μαΐου 2010

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΚΗ ΠΑΝΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΨΩ ΝΑ ΜΙΛΩ

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ

Άκης Πάνου

Σε μια συναυλία αφιερωμένη στη μνήμη του, θα θυμηθούμε το μεγαλείο ενός σπουδαίου λαϊκού δημιουργού.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΧΡΟΝΑ
Image
Μάγος όχι μόνο στη σύνθεση και στο τραγούδι αλλά και στη ζωή, διά της σιωπής και της βαθιάς εγκαρτέρησης. Απεχθάνετο την επανάσταση και τα αίματα που φέρνει, τις φωνές και τις διαμαρτυρίες. Κι όταν θύμωνε βαρούσε τις πόρτες για να μη βαρέσει το κεφάλι του στον τοίχο.

Στις 18 και 19 Ιουλίου στην Τεχνόπολη, Πειραιώς 100, η Δήμητρα Γαλάνη θα ξεχάσει την αγαπημένη της ιταλίδα τραγουδίστρια Ορνέλα Βανόνι και θα πλησιάσει το μικρόφωνο για να τραγουδήσει Άκη Πάνου. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Γαλάνη θα ερμηνεύσει τραγούδια λαϊκά, δηλαδή βαθιά αριστοκρατικά, θριάμβου ή πτώσης, θανάτου ή ζωής. Αλλά θα είναι μία βραδιά που θ' αφήσει τη φωνή της στους στίχους, στη μουσική ενός μεγάλου συνθέτη, του Άκη Πάνου. Σ' αυτή τη διαδρομή, στην πορεία του Άκη Πάνου, θα είναι μαζί της ο Μανόλης Λιδάκης και η Χαρούλα Λαμπράκη. Τραγουδιστές που εκτιμούσε ο Πάνου. Η βραδιά επιγράφεται «Η ζωή μου όλη», από το τραγούδι που έγραψε για τον Στέλιο Καζαντζίδη, και δισκογράφησε το 1974, ο δημιουργός.

Ποιος ήταν ο Άκης Πάνου που ήξερε γραφομηχανή και είχε το προνόμιο να γράφει ο ίδιος στίχους και μουσική - όπως ο Βαμβακάρης, ο Νικ Κέιβ, ο Μπομπ Ντύλαν, ο Λέοναρντ Κοέν;

Ο Αθανάσιος Δημήτριος Πάνου γεννήθηκε στην Αθήνα, στα Πατήσια, στις 15 Δεκεμβρίου 1933. Χρονιά που πέθανε ο ποιητής Καβάφης. Ο πατέρας του Στέφανος είχε έξι παιδιά και αυτός ήταν ο τρίτος. Η μητέρα του Ελευθερία, Πειραιώτισσα ήταν. Ο πρώτος στίχος του, το πρώτο τραγούδι του, πρέπει να μπήκε μέσα του όταν ο αδελφός του Βαγγέλης, 20 χρονώ, ένα θαύμα στο τραγούδι με την κιθάρα του, θα πέσει νεκρός από τραμ αφήνοντας ένα νεογέννητο ορφανό.

Στα 13 του θ' ανέβει στο πάλκο. Όπως μετά από καταστροφή η Ελλάδα, ο Κόσμος. Παιδί της πιάτσας και Κύριος από τότε που γεννήθηκε, απευθύνετο στον πληθυντικό στα παιδιά του - 4 τον αριθμό, που έκανε με την Άννα. Δεν θα παντρευόμουνα ξανά, μου είπε ένα βράδυ στο σπίτι του στα Πατήσια, αν η Δήμητρα -η πρώτη μου γυναίκα- έκανε παιδιά. Ήθελα παιδιά και μου τα 'δωσε η Άννα.

Η Δήμητρα στα Πατήσια -όπου ήταν η κατοικία του στην Αθήνα- και η Άννα με τα παιδιά στην Ξάνθη ήταν η πορεία του. Μοιρασμένος ανάμεσα σ' αυτές τις δύο πόλεις, έχοντας συντροφιά το σκύλο του Σαραβάκο -ήταν Παναθηναϊκός ο Πάνου- συγκέντρωνε δίπλα του τραγουδιστές, οργανοπαίκτες, καλλιτέχνες, γιατρούς, θαυμαστές, όπου ιερουργούσε, αυστηρά, μην επιτρέποντας ποτέ μύγα στο σπαθί του. Δύσκολος με τον εαυτό του ετοιμαζόταν πάντα για το υψηλότερο, το καθαρότερο στη ζωή, στην τέχνη.

Πολλά στοιχεία στη ζωή του ομοιάζουν με του Καζαντζίδη, όμως πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού και οι δύο ήταν κορυφές. Και φίλοι. Το γεγονός ότι ο Καζαντζίδης, από τα 33 του -στην ηλικία που σταυρώθηκε ο Χριστός-, είχε πάψει να τραγουδά σε μαγαζιά τον είχε επηρεάσει παρομοίως. Μολονότι είχε παιδιά -είχε κλήρο δηλαδή- το ρήμα που τον αντιπροσώπευε ήταν «πενθώ». Τον έζησα τρία χρόνια, με δεχόταν στο σπίτι του, και με μύησε σε μία τέχνη που δεν μπορώ να περιγράψω σε μία κόλλα χαρτί. Άλλοτε διονυσιακός, άλλοτε απολλώνιος. Σοφός ή ανόητος, πλούσιος ή πένης, ασθενής ή υγιής, είχε πάντοτε κάτι το μαγικό, μοναδικό, που σε γοήτευε. Ή σε δεχόταν. Ή όχι. Σε πήγαινε ή όχι. Κι αν σε δεχόταν συνέχεια σε έβλεπε μην πέσεις στην πτώση σου στη βρόμα, στη συνάφεια, στη σειρά των πτωμάτων. Μάγος όχι μόνο στη σύνθεση και στο τραγούδι αλλά και στη ζωή, διά της σιωπής και της βαθιάς εγκαρτέρησης.

Απεχθάνετο την επανάσταση και τα αίματα που φέρνει, τις φωνές και τις διαμαρτυρίες. Κι όταν θύμωνε βαρούσε τις πόρτες για να μη βαρέσει το κεφάλι του στο τοίχο - που δεν θα είχε πρόβλημα.

Τον είδα να ιερουργεί στο σπίτι της Ξάνθης το 1989, όπου έφτασα -ως ανόητος- για να του πάρω συνέντευξη. Αρνήθηκε αυστηρά σαν να ήταν ο Σεφέρης. Μ' έβαλε στη θέση μου. Δεν με ήξερε, έπρεπε να περιμένω. Θυμάμαι, σαν τώρα, πώς εμφανίστηκε στο σαλόνι του σπιτιού. Το σπίτι νοικιασμένο. Με οροφή να στάζει από την ατέλειωτη βροχή του χειμώνα. Ψηλός, αδύνατος, καλλονός, με ήρεμο πρόσωπο, μου έδωσε την εντύπωση κομπάρσου δίπλα στον Μάρλον Μπράντο, στο Λιμάνι της αγωνίας του Ελία Καζάν, να σηκώνει τα σακιά στο λιμάνι με ευκολία, ν' ανάβει φωτιές με σπίρτο από τη σόλα του παπουτσιού, να παίρνει τον Μπράντο παράμερα, για ένα τσιγάρο μετά.

Συνεργαστήκαμε για το βιβλίο με τα τραγούδια του - 200 στον αριθμό· μου τα παρέδωσε στη γραφομηχανή που έγραφε, και με σημειώσεις στο πλάι με μελάνι. Μου έδωσε για το τέλος του βιβλίου φωτογραφίες από το πορτοφόλι του, το συρτάρι δίπλα στο προσκεφάλι του. Οι γονείς του, οι καλλιτέχνες, το ντεκόρ στα μαγαζιά όπου εμφανίζετο και ιερουργούσε διακρίνονται καθαρά και προκαλούν δάκρυα για τον πολιτισμό - άλλον έναν - που χάθηκε. Πάει. Αυτό που λέει ο ποιητής - περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Τον πήγα ένα βράδυ στον Μάνο Χατζιδάκι, στο σπίτι της οδού Ρηγίλλης 17. Η πρώτη συνάντηση ήταν τεράτων. Ιερών. Διαφορετικών. Εκπεσών άγγελος ο Πάνου. Ο Χατζιδάκις το πάλευε. Όταν κοιταχτήκανε στα μάτια βαθύς ηλεκτρισμός κατέλαβε το σαλόνι. Αμοιβαία διέτρεξε ο ένας τη ροή του αίματος, το σφυγμό του άλλου. Άλλη μία φορά πήγαμε στο ίδιο σπίτι. Μην καθίσετε πολύ, μου είχε πει ο Χατζιδάκις στο τηλέφωνο πριν. Αλλά μείναμε δύο ώρες. Η συζήτηση κράτησε υψηλά το ενδιαφέρον, περί ζώντων και τεθνεώτων, εμψύχων και αψύχων. Τον είδα και στο «Επειγόντως», στην Κυψέλη, στο πάλκο, με μια ορχήστρα θεϊκή και με τραγουδιστές του παραδείσου. Μετά στο «9/8» και πιο έπειτα στην Αχαρνών, μια νύχτα πριν χαθούμε.

Ο κόσμος που θ' ακούσει τα τραγούδια του στον αριθμό 100 της οδού Πειραιώς, τα δύο βράδια στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, καλό είναι να θυμηθεί ότι η Αθηνά και ο Απόλλων -λένε- διαφώνησαν για το φόνο που έκανε ο Πάνου πριν πεθάνει από καρκίνο· στο νοσοκομείο Μεταξά που τον επισκέφθηκα, μου είπε τον τελευταίο του στίχο την έκανα λαχείο, εννοώντας το κακό που του ήρθε ανάποδα.

Η Αθηνά -λένε- είπε: αφού ήθελε τέσσερα παιδιά για να νικήσει το θάνατο γνώρισε τι σημαίνει οικογένεια και πόνος, αγωνία πατέρα. Και ζήτησε τον απαλλαγή του.

Όμως ο Απόλλων ζήτησε τιμωρία: 5 χρόνια να μην έχει όργανο ούτε ορχήστρα για να παίζει τον πόνο του, και αφού ζήσει στη σιωπή να βγει μετά στη βουή του κόσμου. Και να χαθεί. Αφού γιατρεύτηκε.

Όμως αυτά γεννήκανε στην φαντασία μου, γιατί η πραγματικότητα του Φεστιβάλ θα μας πει τι σημαίνει «Η ζωή μου όλη» στον Άκη Πάνου. Και τώρα πια που δεν υπάρχει ο Από Μηχανής Θεός για να δώσει τη λύση στο δράμα (μας), γι' αυτό γράφουμε και τα βράδια ψάχνουμε μια συνάντηση που θα μας ελευθερώσει. Όπως τις νύχτες 18 και 19 Ιουλίου, στο 100 της οδού Πειραιώς. Στην «Τεχνόπολι». Το κλασικό μας Γκάζι. Που έπαψε να λέγεται έτσι.

Υ.Γ. Ο Άκης Πάνου είναι ο συνθέτης που θα μπορούσε οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου - ακατάλληλη - να τηλεφωνήσει σε όποιον τραγουδιστή ή τραγουδίστρια ήθελε και να μην του αρνηθεί συνεργασία· αντίθετα, θα του έλεγε σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ που με διαλέξατε. Αυτό μόνο ο σκηνοθέτης Ελία Καζάν το είχε, με τους ηθοποιούς, στην Αμερική, όπου έζησε και πέθανε. Είπε ο Γιάννης Πετρίδης...

2 σχόλια:

"ΣΑΛΩΝΙΤΗΣ" είπε...

Μέγας! Και όπως όλοι οι μεγάλοι, είχε και ένα μεγάλο ελάτωμα: Ήταν Παναθηναϊκός!

Αέρα Πατέρα είπε...

Αν το ήξερα δεν θα τον ανέβαζα! Φυσικά αστειεύομαι.

Powered By Blogger

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Συνεργάτες

Επισκέψεις (από 01/03/2008, 18:00 μμ)