Αλλά η βία δεν είναι τόσο το να πλήττεις και να εκμηδενίζεις, όσο το να διακόπτεις την συνέχεια των προσώπων, να τους αποδίδεις ρόλους όπου δεν αναγνωρίζουν πια τον εαυτό τους, να τα κάνεις να προδίδουν όχι μόνο τις τις στρατεύσεις τους, αλλά την ίδια την υπόστασή τους, να τα εξωθείς σε πράξεις που θα εξαλείψουν κάθε δυνατότητα πράξης.
Emmanuel Levinas
Όμως, εσείς κι εγώ ξέρουμε πως αυτός ο πόλεμος δεν θα έχει πραγματικούς νικητές και πως ύστερα, όπως και πριν απ’ αυτόν, θα χρειαστεί πάλι, και πάντα, να ζήσουμε μαζί, πάνω στην ίδια γη.
Albert Camus
Στη δική μου τη λογική, η απόφαση να μην πάει κάποιος στο στρατό δε θέλει και μεγάλη τεκμηρίωση. Είναι σε ένα βαθμό αυταπόδεικτη. Παρ’ όλα αυτά είμαι αναγκασμένος να γράψω δυο λόγια.
Ο πόλεμος, η βία είναι μέρος ενός κόσμου που αντιμάχομαι. Δεν ξέρω αν ένας κόσμος όπου δε θα υπάρχει βία θα πραγματωθεί ποτέ. Δεν είμαι αφελής. Ξέρω όμως ότι το ηθικό και πολιτικό ζήτημα τίθεται πρωτίστως ως ζήτημα υποκειμενικό. Εννοώ ότι η καντιανή διερώτηση περί του τι οφείλουμε να πράττουμε είναι μία ερώτηση που θέτει το υποκείμενο, ο κάθε άνθρωπος, στον εαυτό του. Και η διερώτηση αυτή είναι σε πρώτο επίπεδο αρκετή για να τον τοποθετήσει μπροστά στην προοπτική της ατομικής του αυτονομίας. Νομίζω, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει καμία ηθική νομιμοποίηση της βίας και για το λόγο αυτό την αρνούμαι ως μέσο επίλυσης των ανθρώπινων διαφορών. Δε θέλω, αλλά και δεν ανέχομαι να μάθω πως να σκοτώνω. Και δε θέλω ούτε και ανέχομαι να μαθαίνουν άλλοι πως να σκοτώνουν εμένα ή οποιονδήποτε άλλο. Γι’ αυτό αγωνίζομαι ενάντια στο στρατό, στο μιλιταρισμό και στη βία σε κάθε τους έκφανση.
Επιπλέον, όπως έχει δείξει η Hannah Arendt, η βία είναι εκ φύσεως αντίθετη με τη δημοκρατική πολιτική, την οποία υπερασπίζομαι, καθώς εισβάλλει στη δημόσια σφαίρα για να επιβάλλει τους εργαλειακούς της όρους καταστρέφοντας τη δυνατότητα των ανθρώπων να συναθροίζονται και να αποφασίζουν ελεύθερα από κοινού για τις δημόσιες υποθέσεις[1]. Η βία θρυμματίζει τον πρωταρχικό δεσμό της φιλίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων, το δεσμό εκείνο που απορρέει από -αλλά και θεμελιώνει- το γεγονός και μόνο ότι είναι άνθρωποι. Η βία καταλύει την ίδια την ανθρωπινότητα. Οριακά, όποιος υποτάσσεται στους όρους της βίας, απανθρωποποιείται, παύει να είναι άνθρωπος. Για το λόγο αυτό, η βία αντιστοιχεί προς τα κατεξοχήν απανθρωποποιητικά ολοκληρωτικά και δικτατορικά καθεστώτα και όχι προς τα δημοκρατικά. Οι μνήμες της δικτατορίας της περιόδου ’67 – ’74 δεν είναι και τόσο μακρινές, όπως άλλωστε και οι μνήμες των ολοκληρωτισμών του 20ου αιώνα και του Ολοκαυτώματος. Το γεγονός ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ήταν καθεστώτα στρατοκρατικά, καθεστώτα που ανέπτυξαν ό,τι υπάρχει εν σπέρματι στη μιλιταριστική ιδεολογία που υπηρετεί ντε φάκτο κάθε στρατός, δεν είναι τυχαίο. Και δεν είναι συμπτωματική και η δική μου η άρνηση να υπηρετήσω μια τέτοια ιδεολογία.
Ο στρατός υπηρετεί ακόμη άλλη μία αξία την οποία εγώ αρνούμαι και αντιμάχομαι. Πρόκειται για την αξία του εθνικισμού. Από τη μεριά μου, αγωνίζομαι για την αλληλεγγύη και τη συναδέλφωση των ανθρώπων. Και γνωρίζω ότι η φαντασιακή σημασία του έθνους έχει προκαλέσει μονάχα ποτάμια αίματος, μίσος και πόνο στις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι, πιστεύω ότι η εθνικιστική ιδεολογία και οι μύθοι που συνδέονται μ’ αυτήν πρέπει να ξεπεραστούν προς την υιοθέτηση ενός άλλου τρόπου συγκρότησης της συλλογικής ταυτότητας υπό τους όρους του σεβασμού της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας, της επιθυμίας της συνύπαρξης, του διεθνισμού, της οικουμενικότητας, της αυτονομίας[2]. Το γεγονός ότι έτυχε να γεννηθούμε σ’ αυτή τη μεριά της γης και να μιλάμε μια συγκεκριμένη γλώσσα –γλώσσα επιβεβλημμένη σε μεγάλο βαθμό από τις βίαιες ομογενοποιητικές προσπάθειες των εθνών-κρατών ανά τον κόσμο- και να περιφραζόμαστε από σύνορα αυθαίρετα και ναρκοπέδια -όπου αφήνουν κάθε τόσο τα μέλη τους ή τις ζωές τους όσοι τολμούν κάτω από το αφόρητο βάρος της ανάγκης τους να τα παραβλέψουν- δε μας κάνει εχθρούς με όσους έτυχε να γεννηθούν μερικά μίλια ανατολικότερα –ή βορειότερα. Αντιθέτως, εγώ προτιμώ να εντάξω στον εαυτό μου σε μια άλλη παράδοση. Εκείνη του ντεφαιτισμού του Στίνα, του Ταμτάκου, του Καστοριάδη και όλων των υπολοίπων που ανέλαβαν να σηκώσουν στις πλάτες τους, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το βαρύ φορτίο του αληθινού ανθρωπισμού, δηλαδή τον αγώνα για τον τερματισμό του παράλογου πολέμου και της συναδέλφωσης των λαών προς την προοπτική της δημιουργίας μιας παγκόσμιας, ελεύθερης σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ο τελευταίος λόγος που δεν πηγαίνω στο στρατό είναι γιατί αναγνωρίζω ότι στα πλαίσια του εκμηδενίζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν επιθυμώ ούτε έχω μάθει να ρυθμίζω τη ζωή μου και τις σχέσεις με τους γύρω μου με βάση ένα εξουσιαστικό, εκδικητικό, σεξιστικό, πειθαρχικό, μισαλλόδοξο ιεραρχικό σύστημα που μεταχειρίζεται τους ανθρώπους ως μέρη μιας απρόσωπης μάζας εκμηδενίζοντας την προσωπικότητα τους, αλλοτριώνοντάς τους, καταπατώντας την ιδιωτικότητά τους και ευτελίζοντας την ατομική ιδιομορφία τους. Θεωρώ ότι στα πλαίσια της στρατιωτικής θητείας συντελούνται παραβιάσεις των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων της αξιοπρέπειας και την ελευθερίας, όπως αυτή ορίζεται σαφώς στο Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ευρύτερα στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Δεδομένων των παραπάνω, ως αντιρρησίας συνείδησης και επικαλούμενος το ελληνικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο που αναγνωρίζει και διασφαλίζει το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης, δηλώνω ότι αρνούμαι για λόγους ηθικούς, φιλοσοφικούς και πολιτικούς να υπηρετήσω οποιαδήποτε στρατιωτική θητεία. Αντ’ αυτής αποδέχομαι την εκτέλεση εναλλακτικής μη-στρατιωτικής υπηρεσίας παρά τους επαχθείς της όρους και τον τιμωρητικό της χαρακτήρα.
Θανάσης Πολλάτος
Για την αντιγραφή
Γιάννης Χρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου