Το παρακάτω ποίημα του Γιάννη Ρίτσου δεν το γνώριζα. Το είδα σε αφίσα στο ΜΕΤΡΟ της Πλατείας Συντάγματος, στο πλαίσιο του αφιερώματος του ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ στην Πολιτική Ποίηση και ανατρίχιασα. Χρόνια πολλά είχε να με συγκινήσει έτσι ένα ποίημα. Γιατί μπορεί πια στην Ελλάδα να μην παίρνουν άγνωστοι τη νύχτα τους ανθρώπους, όμως σε δεκάδες χώρες οι άνθρωποι εξαφανίζονται χωρίς ποτέ κανείς να μάθει τί απέγιναν. Το αναρτώ ως ελάχιστο φόρο τιμής στις χιλιάδες εξαφανισμένων αγωνιστών της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Και στους αμέτρητους διωκόμενους για τις απόψεις τους.
Γιάννης Χρ.
Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα
ένα απόγευμα
(ίσως και να τον πήραν)
είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας
τα μάλλινα γάντια του
σα δυο κομμένα χέρια
αναίμακτα
αδιαμαρτύρητα
γαλήνια
ή μάλλον σαν τα ίδια του τα χέρια
μιας πανάρχαιας υπομονής.
Εκεί, ανάμεσα στα χαλαρά,
μάλλινα δάχτυλα,
βάζουμε πότε πότε μια φέτα ψωμί
ένα λουλούδι ή το ποτήρι
του κρασιού μας,
ξέροντας καθησυχαστικά
ότι στα γάντια τουλάχιστον
δεν μπαίνουν ποτέ χειροπέδες.
Γραφή Τυφλού, Γιάννης Ρίτσος
1 σχόλιο:
Πολύ όμορφο.
Η γραφή του Ρίτσου είναι τόσο ανθρώπινη, τόσο "καθημερινή" που σε αγγίζει έτσι κι αλλιώς. Πάντα έχει αναφορά στο ψωμί, στο κρασί, στην πεζή καθημερινότητα.
Που όμως ξέρει να την δένει με την επίσης πάντοτε παρούσα ανάγκη της ελευθερίας.
Τι κρίμα,αυτό τον μεγάλο ποιητή να τον έχει ξεζουμίσει ένα κόμμα...
Μπράβο Τζων, καλή επιλογή
Κ.Λ.
Δημοσίευση σχολίου