
Ένας γνωστός μου είχε κάποτε ένα φίλο που τον λέγαν Διογένη. Όπως ο αρχαίος, περνούσε την ώρα του ξύνοντας το κεφάλι του και φιλοσοφώντας. Έμενε σ' ένα ερείπιο, μέσα σ' ένα μικρό χτήμα που τούχε μείνει απ' τον πατέρα του.
Σε μια άκρη, στο χτήμα, υπήρχε ένα πιθάρι. Ένα πιθάρι τρύπιο. Ο Διογένης ήξερε ότι κάθε τι που έριχνε στο πιθάρι εξαφανιζότανε σα να το ρουφούσε η τρύπα. Αυτός δεν έδινε σημασία και όταν ένας γείτονας που έμαθε για το πιθάρι του το ζήτησε, ο Διογένης το ξεφορτώθηκε με χαρά.
Ο γείτονας έκανε το πιθάρι σκουπιδοντενεκέ και γλύτωσε από τα σκουπίδια. Αλλά ο γείτονας δεν ήταν Διογένης. Είχε στο μυαλό του και το κέρδος. Πούλησε λοιπόν το πιθάρι πέντε δεκάρες σ΄έναν άλλο για να το κάνει βόθρο.
Ο άλλος ξαναπούλησε το πιθάρι δέκα δεκάρες στα τοπικά σφαγεία γαι να πετάνε αυτά που περισσεύανε απ' τις σφαγές και τις εκδορές. Ο ιδιοκτήτης του σφαγείου το ματαπούλησε στον ιδιοκτήτη της κλινικής είκοσι δεκάρες. Αυτός τόδωσε σαράντα δεκάρες σένα κολλητό του μαφιόζο που καμιά φορά αναγκαζότανε να ξεφορτώνεται πτώματα.
Ο μαφιόζος είχε ένα γνωστό που έθαβε παράνομα πυρηνικά απόβλητα. Αυτός έδωσε ογδόντα δεκάρες για το πιθάρι και έλυσε το πρόβλημά του. Το στόλισε μάλιστα και στο μεγάλο σαλόνι του με περισσή αυταρέσκεια.
Μια μέρα που χαλάρωνε στο σαλόνι με ουίσκι, άκουσε κάτι σα να βράζει στο πιθάρι. Σηκώθηκε περίεργος και πήγε να κοιτάξει. Μόλις έσκυψε πάνω στο πιθάρι άρχισαν να πετάγονται από τον πάτο του, στην αρχή σκουπίδια, μετά σκατά, εντόσθια και δέρματα, κομμένα ανθρώπινα μέλη, πτώματα και πυρηνικά απόβλητα που ξεχείλισαν το σαλόνι. Στο τέλος, όποιος μπορούσε να ακούσει μεσα σ' αυτή την κόλαση, θα έπιανε τον ήχο που κάνουνε οι δεκάρες όταν κουδουνίζουνε.
Αέρα Πατέρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου