Δε χρειάζεται να κάνεις καμία προσπάθεια για να συμπαθήσεις το Νίκο Βουλγαράκη. Σε κερδίζει η απόλυτη διαθεσιμότητά του, μια ανοιχτότητα που σου λέει αμέσως, έλα κι εσύ, όποιος κι αν είσαι, είσαι παν’ απ’ όλα άνθρωπος, κάτι θέλεις να δώσεις και κάτι να πάρεις. Έχω δει στη Μεσσηνία, αυτόν τον βαθιά πεισμένο αριστερό, να πίνει και να τραγουδάει, «όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα», με σκληροπυρηνικούς βασιλόφρονες χωρίς ούτε στιγμή να κρύβει τα πιστεύω του. Ο Βουλγαράκης έχει μια καταπληκτική ευχέρεια να γεφυρώνει και να ενώνει και σε όλους τους χώρους που κινήθηκε, πολιτικούς, επαγγελματικούς, φιλικούς, υπήρξε πάντα σημείο αναφοράς.
Τον γνώρισα στις αρχές του ’72, όταν ήταν μόλις εικοσιέξη χρονών κι εγώ είκοσι. Η γνωριμία μας ήταν πολιτική και σηματοδότησε την ένταξη τη δική μου και κάποιων άλλων συντρόφων που αποτελούσαμε πολιτική ομάδα στο Μαχητή. Μου είχαν πει ότι θα συναντούσα έναν εργάτη αγωνιστή, ιδιότητα – φετίχ για την αριστερά της εποχής εκείνης και για μένα προσωπικά. Όταν αντίκρισα αυτόν τον εύσωμο γεροδεμένο άντρα με το εργατικό ντύσιμο, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, όλα καθαρά και σιδερωμένα, φρεσκοξυρισμένο και κοντοκουρεμένο, με φωτεινό πρόσωπο που μου θύμιζε λίγο τον Κώστα Κακαβά σε ταινίες που έπαιζε το αγνό λαϊκό παιδί, ένοιωσα ότι τον ήξερα από παλιά, του το ‘πα άλλωστε. Δεν τον ήξερα, απλά ήταν ατόφια η εικόνα που είχα μέσα μου για την εργατική τάξη που θα άλλαζε τον κόσμο. Από κείνη τη στιγμή και πέρα, όταν ήθελα να στρατολογήσω κάποιον ή να στηρίξω την πίστη ενός συντρόφου στον αγώνα, του γνώριζα το Νίκο Βουλγαράκη. Έχοντας περισσότερο συναισθηματική και λιγότερο λογική σχέση με τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, χρησιμοποίησα πολλές φορές αυτή την αστείρευτη δεξαμενή πίστης που μου πρόσφερε ο Ενάμισης.
Όταν ο Βουλγαράκης εντάχθηκε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. κουβαλούσε μια σημαντική αγωνιστική ιστορία, στους Λαμπράκηδες, στην Ε.Δ.Α., στον αντιδικτατορικό αγώνα, αλλά το κυριότερο έφερνε μαζί του το ήθος, την εντιμότητα, την καλοσύνη και την αγνότητα των καλύτερων παραδόσεων του κόσμου της Αριστεράς. Είναι αλήθεια ότι παρά την πάντα καλοπροαίρετη διάθεσή του απέναντι σε πρόσωπα, ένοιωθε συχνά άβολα μέσα στις πρωτόγνωρες γι αυτόν καταστάσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την υποβαθμισμένη εσωτερική ζωή του. Ο Νίκος απεχθανότανε τα κουτσομπολιά, τα θαψίματα, τις τεμπελοπαρέες με τις ανούσιες συζητήσεις και την ελάχιστη διάθεση για δράση και δημιουργία. Έβλεπε το δυναμισμό του κινήματος και την αυξανόμενη απήχησή του στην ελληνική κοινωνία αλλά παράλληλα αποκαρδιωνότανε από την έλλειψη ποιότητας στις εσωτερικές σχέσεις και σαφούς περιεχομένου στο πολιτικό μήνυμα. Γνήσιο παιδί της βιωματικής Αριστεράς, δε μπορούσε να συμβιβαστεί με πολιτικά σχήματα οπαδικού χαρακτήρα.
Το ότι ο Βουλγαράκης είχε ενδοιασμούς και ανησυχίες για την πορεία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν τον εμπόδιζε να είναι γνήσιος και ανοιχτός όπως ήταν πάντα. Αυτό τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή και αγαπητό μεταξύ των συντρόφων του και ευρύτερα αποδεκτό, πράγμα που ήταν αρκετά δύσκολο εκείνη την εποχή. Έγινε μέλος της επιτροπής νεολαίας σαν υπεύθυνος συνδικαλιστικού και στο επόμενο σχήμα προτάθηκε για τη θέση του γραμματέα.
Έδωσα νομίζω το περίγραμμα της προσωπικής μου σχέσης με το Νίκο. Στον πίνακα αξιών που είχα στη συνείδησή μου για το λαό, την Αριστερά και το κίνημα, ο Βουλγαράκης έστεκε πολύ ψηλά. Θα ήταν αδιανόητο για μένα να μην τον γνωρίσω στα παιδιά της Π.Α.Μ.Κ., όντας σίγουρος ότι αυτή η γνωριμία θα σήμαινε πολλά πράγματα για όλους.
Οι συνωμοσιολόγοι, μικρόψυχοι κουτσομπόληδες της πολιτικής, θέλουν να βλέπουν παντού ίντριγκες για να γεμίζουν τα κενά της ανίας τους. Αντιλαμβάνονται τα πρόσωπα σαν καρικατούρες και αδυνατούν να παρακολουθήσουν και να καταλάβουν τις ψυχικές διεργασίες και τους μυστικούς δρόμους που φέρνουν κοντά τους ανθρώπους. Η γνωριμία Βουλγαράκη και Κουφοντίνα σε κείνη τη, μέρα – νύχτα, ανοιχτή και φιλόξενη μονοκατοικία της Αγίας Βαρβάρας Παλαιού Φαλήρου, Αγωνιστών και Ευεργετών γωνία, έγινε γιατί έπρεπε να συναντηθούν δυο άνθρωποι με την ίδια φλογερή αγωνία για μια ποιοτικότερη ζωή, ο παλιότερος και ο νεότερος, ο σύντροφος εργάτης και ο σύντροφος μαθητής.
Έτσι γνώρισε ο Βουλγαράκης τον Κουφοντίνα, όπως και τα άλλα παιδιά της Π.Α.Μ.Κ. Το μεγάλο τραπέζι της αυλής του Νίκου και της Ελένης ήταν άλλωστε πάντα στρωμένο και περίμενε φίλους, συγγενείς, συναγωνιστές, ακόμη και αγνώστους. Και ποιος δεν πέρασε από κει! Υποψιάζομαι ότι δεν έλειψαν ούτε αυτοί που τις μέρες των συλλήψεων και της αναζήτησης του Κουφοντίνα, ίσως από πανικό, επέδειξαν αξιοθρήνητο πολιτικό αμοραλισμό, σερβίροντας στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις το γελοίο σενάριο περί Μαχητή, Βουλγαράκη και Κουφοντίνα. Και είναι τόσο πιο κατάπτυστοι αυτοί οι ανερυθρίαστοι ρουφιάνοι, όσο είναι παραπάνω από σίγουρο ότι γνωρίζουν την πολιτική ιδιοσυγκρασία του Βουλγαράκη, την ανοιχτή δράση του σε μαζικούς χώρους, την υποψηφιότητά του με τη Συμμαχία στις εκλογές του ’77 και γενικά την φυσική αποστροφή του για την κλειστή και συνωμοτική δράση.
Σήμερα ο Ενάμισης κουβαλάει το επαχθέστατο ψυχολογικό φορτίο της χρεοκοπίας της παραδοσιακής αριστερής ιδεολογίας και των ναυαγισμένων οραμάτων. Δεν κατάφερε να ξαναβρεί μεγάλους στόχους, ένα δράμα που βιώνουν πολλοί τίμιοι αριστεροί και παρά την ανοιχτότητά του, τις πολλές παρέες, τους καλούς φίλους, τη γυναίκα του και την κόρη του που του δίνουν μεγάλες χαρές, είναι νομίζω σημαδεμένος από το ανεκπλήρωτο των προσδοκιών και τις εκπτώσεις στο όνειρο.
Don Aera Patera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου