37 χρόνια μετά... Μια απόπειρα για να θυμηθούμε, να σκεφτούμε, να μιλήσουμε, να ελπίσουμε. (Πριν από 37 χρόνια ιδρύθηκε η ΠΑΜΚ ΓΚΥΖΗ, μια μικρή οργάνωση μαθητών, στα πλαίσια της τότε ΠΑΜΚ. Τα μέλη της έδεσαν δεσμοί βαθείς, με αντοχή στο χρόνο. Μπορεί οι δρόμοι μας - πολιτικοί και κοινωνικοί - να χώρισαν μετά... Όμως κάπου στο βάθος σιγόκαιγε η λαχτάρα να βρεθούμε ξανά, να μιλήσουμε, να ελπίσουμε... Άλλωστε δεν άλλαξε τίποτε από τότε στις καρδιές μας. Οι καρδιές των ανθρώπων δεν αλλάζουν...)

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Ο ΠΝΙΓΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΜΟΥ

Στο παρακάτω απόσπασμα ο Καπετάν Έκτορας διηγείται τον πνιγμό του πρωτότοκου αδερφού του σε ηλικία 17 χρονών.

...Στα εννιά μου χρόνια η μοίρα έπληξε σκληρά την οικογένειά μας, στο πρόσωπο του αδερφού μου Βάσου που ήταν τότε μόλις 17 χρονών.

Αυτό συνέβη στις 30 Ιουνίου του 1930, των Αγίων Αποστόλων. Πήγε με πολλά άλλα παιδιά στη θάλασσα, στο χωριό Πλατάνα που απέχει 1 1/2 ώρα περίπου από το χωριό μας, για να κάνουν μπάνιο. Ήταν όλοι τους άπειροι από κολύμπι, ήταν η πρώτη φορά νομίζω που πήγαιναν σε θάλασσα να κολυμπήσουν.

Μαζί με το Βάσο είχαν πάει και τ' αδέρφια μου Βάγγος και Νίκος. Αρχηγός, όπως πάντα, της παρέας ο Βάσος. Γιόρταζε την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο της Κύμης και ήθελε να το γλεντήσει.

Ο μπαμπάς είχε αντιρρήσεις για τον πηγαιμό τους αυτόν, φοβούμενος τη θάλασσα γιατι κανείς τους, όπως είπα πιο πάνω, δεν ήξερε να κολυμπήσει. Ο Βάσος όμως το ήθελε πολύ και η μαμά υποχώρησε πρώτη και είπε στο μπαμπά: Ας τους καϋμένε Γιώργο, μεγάλα παιδιά είναι, δε θα πάθουν τίποτα.

Αποβραδίς η συζήτηση των παιδιών ήταν για το πρωτοφανές γεγονός. Τότε κανείς δεν πήγαινε στη θάλασσα, γι αυτό ζήτημα να υπήρχε άνθρωπος στο χωριό μας που να ήξερε να κολυμπάει.

Θυμάμαι ότι για να αντιμετωπίσουν την περίπτωση πνιγμού κανενός από την παρέα, είχαν ρίξει την ιδέα να πάρουν μαζί τους μια τριχιά (σχοινί που έδεναν αυτά που φόρτωναν στα άλογα) και να την ρίξουν σ' αυτόν που κινδύνευε να το πιάσει και να τον τραβήξουν έξω. Δεν ξέρω γιατί δεν τόκαμαν αυτό και ξεκίνησαν το πρωί χωρίς τριχιά.

Πέρασαν από την εκκλησία ενός χωριού πούναι κοντά στη θάλασσα για ν' ανάψουν κερί και κατά τις 9 με 10 το πρωί είχαν φτάσει στο μέρος που θάκαναν μπάνιο. Είχαν διαλέξει, χωρίς να το ξέρουν, το χειρότερο μέρος γι αυτή τη δουλειά. Εκεί χυνόταν το ποτάμι και η θάλασσα βάθαινε απότομα. Στην αρχή ήταν ρηχά τα νερά αλλά μετά το ποτάμι είχε δημιουργήσει μια λακκούβα που έπεφτες μέσα χωρίς να το καταλάβεις και τα νερά σε σκέπαζαν ολόκληρο. Έπρεπε να ξέρεις μπάνιο για να αντιμετωπίσεις τον κίνδυνο αυτό.

Πρώτος έπεσε στη λακκούβα ο Σωτήρης Ράπτης. Πήγαινε κι αυτός στο γυμνάσιο κι ήταν λίγο μικρότερος από το Βάσο και πολύ πιο κοντός. Αμέσως βούλιαξε και προσπαθώντας να σωθεί χτυπούσε τα χέρια στο νερό. Έβγαινε για μια στιγμή στην επιφάνεια, φώναζε βοήθεια και πάλι ξαναβούλιαζε.

Ο Βάσος ήταν παλληκάρι αλλά και χαρακτήρας πάρα πολύ καλός και πονόψυχος, γι αυτό δε δίστασε καθόλου. Έτρεξε να τον σώσει παρ' όλο που όπως είπα παραπάνω δεν ήξερε καθόλου κολύμπι. Ίσως και να πίστευε ότι, ψηλός αυτός, θα πάτωνε στο σημείο αυτό. Αλλά τον αλτρουισμό του αυτόν και την παλληκαριά του τα πλήρωσε με τη ζωή του. Μόλις έφτασε στο σημείο που ήταν ο Σωτήρης, έπεσε κι αυτός στη λακκούβα και δεν ξαναβγήκε στην επιφάνεια. Ίσως τον τράβηξε ο άλλος στο βυθό. Είπαν τότε ότι πέθανε από συγκοπή. Ίσως νάταν κι έτσι ώστε να μην πρόλαβε ν' αγωνιστεί για τη διάσωσή του.

Τ' άλλα παιδιά, φοβισμένα, κοιτούσαν τους συντρόφους τους που πνίγονταν και δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Τρέξαν μερικοί προς την εκκλησία του χωριού που ήταν οι κάτοικοι λόγω της γιορτής και ειδοποίησαν για ότι συνέβη. Τρέξανε οι χωριάτες αλλά ήταν πλέον αργά για τα δυο παιδιά. Μπόρεσαν όμως να σώσουν ένα τρίτο παιδί το Μήτσο Λάμπρου ή Τσοκόπη που κι αυτός κινδύνευε να πνιγεί. Είχε πιει πολύ νερό κι ήταν τυχερός που τη γλύτωσε. Ήρθαν και γιατροί από την Κύμη αλλά μόνο για να διαπιστώσουν το θάνατο των δύο παλληκαριών.

Τα κακά μαντάτα μεταδίδονται γρήγορα. Κι όπως ο πατέρας μου ήταν γνωστός στη περιφέρεια της Κύμης και αυτά έφτασαν παραποιημένα, όπως γίνετασι συνήθως, τελικά η είδηση διαμορφώθηκε ότι πνίγηκαν τα τρία παιδιά του δασκάλου.

Έτσι έφτασε η είδηση και στον πατέρα μου που ήταν στο χωριό Κονίστρες κι επειδή, κατά σύμπτωση, τρία παιδιά του είχαν πάει στη θάλασσα, έγινε πιστευτή απ' αυτόν κι έτσι η πρώτη του λαχτάρα ήταν χειρότερη από την πραγματικότητα.

Έφυγε σαν τρελός τρέχοντας για να πάει στη θάλασσα. Στο δρόμο τον πρόφτασε ένας πρωτοξάδερφός του με το άλογό του κι έτσι πήγε καβάλα και γρήγορα. Φαντάζομαι ότι θα αισθάνθηκε μιαν ανακούφιση, στην αρχή τουλάχιστο, που η πραγματικότητα δεν ήταν όπως του την είπαν.

Θυμάμαι που έφεραν το Βάσο στο χωριό και ανεβάζοντάς τον τις σκάλες του σπιτιού μας κουνήθηκε λίγο το κεφάλι του και προς στιγμή νόμισα πως ήταν ζωντανός. Είχε ήρεμο πρόσωπο και δεν φαινότανε για πεθαμένος. Τον ξάπλωσαν στη σάλα με το κεφάλι προς τη Δύση και σε λίγο το σπίτι γέμισε από συγχωριανούς μας που ήρθαν να παρασταθούν στους απαρηγόρητους γονείς μας...

Για την αντιγραφή : Θηρίον το Αλύπητον

1 σχόλιο:

Χα'ι'ιντούκος είπε...

Παληκάρι ο Θείος...

Powered By Blogger

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Συνεργάτες

Επισκέψεις (από 01/03/2008, 18:00 μμ)