37 χρόνια μετά... Μια απόπειρα για να θυμηθούμε, να σκεφτούμε, να μιλήσουμε, να ελπίσουμε. (Πριν από 37 χρόνια ιδρύθηκε η ΠΑΜΚ ΓΚΥΖΗ, μια μικρή οργάνωση μαθητών, στα πλαίσια της τότε ΠΑΜΚ. Τα μέλη της έδεσαν δεσμοί βαθείς, με αντοχή στο χρόνο. Μπορεί οι δρόμοι μας - πολιτικοί και κοινωνικοί - να χώρισαν μετά... Όμως κάπου στο βάθος σιγόκαιγε η λαχτάρα να βρεθούμε ξανά, να μιλήσουμε, να ελπίσουμε... Άλλωστε δεν άλλαξε τίποτε από τότε στις καρδιές μας. Οι καρδιές των ανθρώπων δεν αλλάζουν...)

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΕΚΤΟΡΑ

Η αφεντιά μου, το Θηρίον το Αλύπητον και ο αδερφός μου ο Ανδρέας είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε έναν καλό πατέρα. Είχαμε την ατυχία να τον χάσουμε σχετικά νωρίς, στα εξηνταπέντε του, σε μια ηλικία που είχε ακόμη πολύ σημαντικά πράγματα να μας δώσει.

Ο αντάρτης Καπετάν Έκτορας έφησε πίσω του τα απομνημονεύματά του, γραμμένα με το μοναδικό δικό του τρόπο. Σε μια αχάριστη εποχή που και οι φίλοι δεν αισθάνονται πια την ανάγκη να επικοινωνήσουν, παραθέτω απόσπασμα από την Βίβλο του Καπετάνιου.

...Ο παππούς μου έχασε το φως του όταν εγώ είμανε πολύ μικρός, γι αυτό τον θυμάμαι πολύ λίγο με γερά τα μάτια του να πλέκει καλάθια τα καλοκαίρια, κάτω από μια καρυδιά που υπήρχε στο κτήμα στου "Μηλιώτη". Πολλές φορές τον βοηθούσε κι ο πατέρας μου σ' αυτή τη δουλειά.

Περισσότερο τον θυμάμαι όταν έμεινε τελείως τυφλός, για πολλά χρόνια, ίσως 7 - 8. Πέθανε το 1933, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα μου, σε ηλικία πάνω από 80 χρονών.

Εδώ θα πω λίγα λόγια για τις φάρσες που του κάναμε, εμείς τα εγγόνια του που πολλές φορές φτάνανε στο σαδισμό, χωρίς να αισθανόμαστε συμπόνοια και θλίψη για την τραγική του κατάσταση.

Έτσι ανελέητα είναι τα μικρά παιδιά στους μεγάλους, δεν αισθάνονται οίκτο ούτε αγάπη και για τους πιο στενούς συγγενείς.

Εμάς μας διασκέδαζε ότι καταφέρναμε να τον ξεγελάσωμε, εκμεταλλευόμενοι την αναπηρία και την απλοϊκότητά του.

Μια απ' αυτές τις φάρσες είναι η πιο κάτω.

Του είπαμε ότι έπεσε μια μικρή πέτρα από τον ουρανό στο χωράφι του Βαγγέλη Στάμου που ήταν κοντά στου Μηλιώτη που δε μπορούσε να τη μετακινήσει κανείς, παρ' όλο που ήταν τόσο μικρή.

Αφού λοιπόν δοκιμάσανε να τη σηκώσουνε μερικοί συχωριανοί μας, πήγε κι ο ιδιοκτήτης του χωραφιού να δοκιμάσει κι αυτός. Αλλά επειδή ούτε αυτός μπόρεσε να τη σηκώσει, θύμωσε και πήρε μια βαρειά να τη σπάσει. Αλλά η βαρειά κόλλησε πάνω στην πέτρα και δε μπορούσε να τη ξεκολλήσει.

Φαίνεται - του λέμε - την πέτρα αυτή την έστειλε ο Θεός, να δοκιμάσει τους ανθρώπους ποιοι είναι καλοί και ποιοι αμαρτωλοί. Όσοι δοκίμασαν να τη σηκώσουν κάνουν κάθε μέρα μετάνοιες για να τους συχωρέσει ο Θεός τις αμαρτίες τους. Κι ο Βαγγέλης ο Στάμος που δοκίμασε να τη σπάσει έπεσε βαρειά άρρωστος.

Τούπαμε και πολλά άλλα για να πιστέψει ότι η πέτρα αυτή ήταν ιερή κι ότι ένας αναμάρτητος θα μπορούσε να τη σηκώσει. Αλλά πού να βρεθεί τέτοιος αφού κι ο παππάς του χωριού δεν κατάφερε να το κάμει;

Τότε μας παρακάλεσε να τον πάμε εκεί που ήταν η πέτρα, να δοκιμάσει κι αυτός την πίστη του στο Θεό. Πίστευε πολύ και έλπιζε ότι ο Θεός θα τον αξίωνε να πετύχει εκεί που αποτύχανε οι άλλοι.

Αφού τον φέραμε μερικές βόλτες κρατώντας τον από το χέρι, τόσες που να φανεί ότι διασχίσαμε την απόσταση από κει που ξεκινήσαμε μέχρι το σημείο της πέτρας, φτάσαμε πάνω από την πέτρα. Του είπαμε, εδώ είναι σκύψε να την πιάσεις.

Έσκυψε, την έπιασε αλλά έπιασε και το ξύλο που είχαμε βάλει πάνω από την πέτρα και το πατούσαμε από τις δυο μεριές, οι μισοί από τη μια και οι άλλοι μισοί από την άλλη, για να μη μπορεί να τη σηκώσει. Όταν μας ρώτησε τι είναι αυτό το ξύλο του είπαμε ότι είναι το στυλιάρι της βαρειάς του Στάμου που κόλλησε επάνω της. Βρε τον αθεόφοβο, λέει κι έκαμε το σταυρό του. Είπε, Θεέ μου βοήθησέ με και επιχείρησε να τη σηκώσει. Αλλά πού να τη σηκώσει αφού την πατούσαμε όλοι μας με το ξύλο;

Τότε σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό και είπε : Θεέ μου κι εγώ αμαρτωλός είμαι; Και δάκρυσαν τα μάτια του.

Έκαμε και δεύτερη και τρίτη προσπάθεια αλλά η πέτρα έμενε ακίνητη. Τότε στενοχωρήθηκε πολύ και με βαρειά καρδιά μας είπε να τον γυρίσουμε πίσω. Εμείς οι αθεόφοβοι, ούτε σ' αυτή τη στιγμή δεν τον λυπηθήκαμε να τον αφήσωμε να τη σηκώσει να νοιώσει την ικανοποίηση ότι δεν ήταν αμαρτωλός.

Βέβαια, σ' αυτό και σε άλλα που κάναμε, φταίγανε οι μεγάλοι εγγονοί του, γιατί εγώ κι ο Νίκος είμαστε πολύ μικροί, 10 χρονών περίπου και περισσότερο ο εγγονός του από το δεύτερο παιδί του, τον Ξυνιάρη - ο Βασιλάκης που έμενε μαζί τους ο παππούς μου.

Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι πολλά άλλα παραμύθια που σκαρφιζόμασταν του τα λέγαμε και τα πίστευε, εκείνο που δε μπορούσε να πιστέψει ήταν το αληθινό, το πραγματικό.

Μια μέρα πέρασε πάνω από το χωριό ένα αεροπλάνο που πήγαινε αργά και χαμηλά, όπως τα αεροπλάνα εκείνης της εποχής κι έκανε ένα διαβολεμένο θόρυβο. Ο παππούς μας ακούει αυτόν τον θόρυβο που ήταν κάτι το πρωτόγνωρο γι αυτόν και μας ρώτησε τι είναι αυτή η βουή.

Εμείς αυτή τη φορά του είπαμε την αλήθεια, ότι είναι ένα σιδερένιο πράγμα με φτερά και μηχανή που πετάει και μεταφέρει ανθρώπους από τη μια πόλη στην άλλη και το λένε αεροπλάνο. Αδύνατο να το πιστέψει. Η πραγματικότητα γι αυτόν ήταν πάνω από κάθε παραμύθι που του λέγαμε...


Για την αντιγραφή : Θηρίον το Αλύπητον

6 σχόλια:

Χα'ι'ιντούκος είπε...

Ωστε απο τον παππού τον Λέλο κληρονόμησες κι εσύ το διηγητικό ταλέντο...ωραία τα έγραφε ο καπετάν 'Εκτορας.. μου θυμίζει εμένα που έκανα πλάκες στον παππού το Χρήστο και τη γιαγιά την Ελευθερία σαν πιτσιρίκι.. αλλα ποτέ δεν πρόφτασα να τους πώ πόσο τους αγαπούσα.

hectoire είπε...

den einai anagi na les stous megalous poso tous agapas tous arkei na tous to deixneis me prakseis px. na tous kaneis parea giati oso megalwnei o an8rwpos apomonwnetai auth einai h pragmatikothta

Χα'ι'ιντούκος είπε...

Σωστό..

Ανώνυμος είπε...

Δεν είναι μόνο η διήγηση, αλλά και το τι λές, δε φτάνει το ταλέντο. Κι ο κυρ Λέλος λέει κάτι με αυτά που γράφει. Πολύ μου άρεσε...
Να δημοσιέψεις κι άλλα αποσπάσματα.

Κι όσο για την απομόνωση, φταίνε οι εποχές...
Κι εγώ νιώθω απομονωμένος...
Κ.Λ.

ΤΕΩΣ Σ. είπε...

ΔΕΥΤΕΡΑ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ (ΠΡΩΙ)
Απο χρονο πιεσμενοs.
Ανοιγειs τον Η/Υ για συντομη ενημερωση και σχεδον τσιτομενοs μετα απο αστραπιαια συσκεψη με τον χρονο αρχιζειs γρηγορα-γρηγορα να ξεπεταs τιs πρωτεs γραμμεs του αποσπασματοs. Σεδον τιs πηδαs.
Και σιγα σιγα χαλαρωνειs , ηρεμειs..... και με μερικα κιλα ελαφρυτεροs , εχονταs εκεινο το αυτιστικο χαμογελο τηs συγκινησηs
και τηs μελαγχολιαs συνεχιζειs για να ξαναβρειs τουs τρελλορυθμουs σου
γιατι ησουν ψαρι μεσα στην γυαλα και σε βγαλανε απ' εξω .

Θηρίον το Αλύπητον είπε...

Θα γράψω μόνο ότι έναν άνθρωπο σαν τον Ρασούλη που είχε χιλιάδες γνωστούς και εκατοντάδες "φίλους" κάνανε τέσσερις μέρες για να τον βρούνε πεθαμένο, από τη μυρουδιά της σήψης...

Powered By Blogger

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Συνεργάτες

Επισκέψεις (από 01/03/2008, 18:00 μμ)